σάλων

σάλων
σάλος
tossing motion
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • САЛОНЫ —    • Salōnae или na,          Σαλω̃ναι, Σάλων, главный город Далмации, при заливе, который и теперь еще называется тем же именем, необыкновенно важный пункт для римлян вследствие своего стратегического положения и своей гавани, своими… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σάλωνα — I Παλιά ονομασία της Άμφισσας, γνωστή για τη συνέλευση των Σ (15 20 Νοεμβρ. 1821). Τη συνέλευση συγκρότησε ο Θεόδωρος Νέγρης. Επειδή όμως οι αποφάσεις της ήταν αντίθετες προς εκείνες της πλειοψηφίας του επαναστατημένου έθνους, η B’ συνέλευση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”